ξενόφοβος

ξενόφοβος
-η, -ο
αυτός που φοβάται και αποστρέφεται τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenophobe (< ξένος + φόβος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”